- επορθρισμος
- ἐπορθρισμόςἐπ-ορθρισμόςὅ раннее вставание
ἐπορθρισμοὴ τελωνικῶν κεκραγμῶν Plut. — утренние крики сборщиков налогов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπορθρισμοὴ τελωνικῶν κεκραγμῶν Plut. — утренние крики сборщиков налогов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επορθρισμός — ἐπορθρισμός, ὁ (Α) [επορθρίζω] το να ξυπνάει κανείς πολύ νωρίς το πρωί … Dictionary of Greek
ἐπορθρισμοί — ἐπορθρισμός rising early masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)